Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

1. Το βάρος του πετρωμένου

Σήκωσε τις πέτρινες απ' τον ιδρώτα κάλτσες του. Τις φόρεσε. Ένιωσε την υφή της άμμου στις πατούσες του, καθώς έκανε μερικά βήματα προς το ψυγείο.
Μονο μαλλί τις γριάς. Σαν εκείνο το καλοκαίρι που τρώγανε μαλλί τις γρίας. Τι γέλιο είχανε ρίξει με την καημένη τη γιαγιούλα. Ή τοτε που ο Μήτσος του χάκαρε το πισι και ξόδεψε όλη την κάρτα του, δύο χιλιαρικάκια όχι αστεία, σε μαλλί τις γριάς. Και να σου ο Τάσος μια ωραία πρωϊα, σα και τη σημερινή λογου χάρη, ανοίγει την πόρτα και βρίσκεται ξαφνικά στο δρόμο με άδειες τσέπες και ένα μεγάλο ροζ ζαχαρωτό παρέα. Και ειχε και ζάχαρο.
Θυμήθηκε το Μήτσο και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Είχε και πίεση.
Πήγε και πήρε το μπαστούνι του πάνω απο το τζάκι. Πλησίασε την πόρτα και κρέμασε την τραγιάσκα του στον καλόγερο. Δώρο της Λένας, δεν ήθελε να λερωθεί.
Βγήκε έξω και αντίκρισε το σπίτι του υποχθόνιου.
Έσκυψε και έπιασε μια πέτρα απ' το έδαφος. Είχε πάνω τις μια ξεραμένη κουράδα. Τέλεια.
Την πέταξε με δύναμη στο απέναντι παράθυρο. Ο ήχος απ' τα γυαλία που έσπασαν τρόμαξε το σκύλο του τον Αρίβαλο, που άρχισε να γαβγίζει.
Κάτω Αρίβαλε!” φώναξε ο γέρος.
Το φώς στο απέναντι σπίτι άνοιξε κι απ' την πόρτα ξεπρόβαλαν δύο μεγάλες φαβορίτες κολημένες πάνω σε ένα γλόμπο με γαμψή μύτη και στραβό πιγούνι.
Μήτσο, μεγαλύτερε εχθρέ μου!” είπε ο Τάσος κοιτάζοντάς τον μέσα απ' τα πολυεστιακά γυαλιά του.
Ο αντίγερος έκανε μία κίνηση πλέιμομπιλ με το πι του και τον πλησίασε.
Ο σκύλος σώπασε.
Θα τις φάς Τάσο!” ανταπάντησε ο Μήτσος.
Κι άρχισε το μακελειό.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου